- φιλαπλοϊκός
- φῐλαπλοϊκός, ή, όν,A fond of simplicity, Luc.Pisc.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλαπλοικός — φιλαπλοϊκός , φιλαπλοικός fond of simplicity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαπλοϊκός — ή, όν, Α αυτός που αγαπά την απλότητα και την ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοϊκός «απλός στους τρόπους, ανεπιτήδευτος»] … Dictionary of Greek
φιλάπλους — ουν, και ασυναιρ. τ. φιλάπλοος, ον, Α φιλαπλοϊκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοῦς] … Dictionary of Greek